- εξιτήριος
- α, ο[ν]1) относящийся к выходу, выезду; 2) отпускной, увольнительный; разрешающий выход, выезд; 3):
εξιτήριος λόγος — прощальное слово
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξιτήριος λόγος — прощальное слово
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐξιτήριος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξιτήριος — α, ο (AM ἐξιτήριος, ον) [έξειμι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έξοδο, στην αναχώρηση («ἐξιτήριος λόγος, ἐξιτήριοι εὐχαί» λόγοι αποχαιρετισμού) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εξιτήριο δελτίο αποθεραπείας ασθενούς που χορηγείται από το νοσοκομείο… … Dictionary of Greek
ἐξιτήριον — ἐξιτήριος of masc/fem acc sg ἐξιτήριος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτηρίοις — ἐξιτήριος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτηρίους — ἐξιτήριος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτηρίων — ἐξιτήριος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτήρια — ἐξιτήριος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτήριοι — ἐξιτήριος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξιτήριο — το βλ. εξιτήριος … Dictionary of Greek
εφόδιος — ἐφόδιος, ον (Α) 1. αυτός που γίνεται για το ταξίδι ή για τον θάνατο, εξιτήριος (α. «ἐφόδιοι εὐχαί» β. «ἐξιτηρίους εὐχάς, ἐφοδίους τοῑς πρὸς ἔξοδον ἰοῡσιν ἤ πρὸς θάνατον», λεξ. Σούδα) 2. αυτός που βρίσκεται πάνω στην οδό, προσιτός, ευπρόσιτος.… … Dictionary of Greek
ιτήριος — ἰτήριος, ον (Μ) λέξη που πλάστηκε ως ετυμολογία τού ἐξιτήριος*, στο Μέγα Ετυμολογικόν τού 11ου αιώνα … Dictionary of Greek